πουταναριό

πουταναριό
το публичный дом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "πουταναριό" в других словарях:

  • πουταναριό — το οίκος ανοχής, μπορντέλο, πορνείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πορνείο — το σπίτι όπου μένουν πόρνες, οίκος ανοχής, μπορντέλο, πουταναριό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»